λέσπιν

λέσπιν
λέσπιν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν
οἱ δὲ λόχμην».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αφροδίτες, παλαιολιθικές — Αγαλματίδια γυναικών της αρχαιότερης γνωστής γλυπτικής, σκαλισμένα σε πέτρα, ελεφαντοστό ή κόκαλο. Κοινό γνώρισμα των γλυπτών της σειράς αυτής είναι το μικρό τους μέγεθος (4 22 εκ.) και τα τονισμένα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”